- μετακίνημα
- το (Α μετακίνημα) [μετακινώ]μετακίνηση, μετάθεση («τὰ δὲ σμικρά μετακινήματα τῶν ὄψεων», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακίνημα — movement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινήματα — μετακίνημα movement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)